- γεγενημένοις
- γίγνομαιcome into a new state of beingperf part mp masc/neut dat pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προσεκκαίω — Α [ἐκκαίω] 1. ανάβω, αναφλέγω επί προσθέτως 2. μτφ. εξάπτω, διεγείρω επιπροσθέτως (α. «περὶ τοὺς ἔρωτας... προσεκκάουσιν», Κλεομ. β. «προσεκαυθεὶς τοῑς γεγενημένοις» αφού παροργίσθηκε για τα όσα έγιναν, Λόγγ.) … Dictionary of Greek